Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
1 tr. *Encontrar algo o a alguien, casualmente o buscándolo: "Hallé el libro que me interesaba. Hallar una pista [la solución de un problema, a un amigo]". ("con") prnl. Encontrarse con algo inesperado: "Hallarse con un obstáculo". tr. *Descubrir: "Hallar un nuevo mundo". *Inventar: "Hallar una nueva ley". ("con") prnl. Descubrir uno que tiene, o tener sin haber pensado en ello, cierta cosa: "Así me hallé con más dinero del que creía tener. Te puedes hallar con un disgusto cuando menos lo pienses". *Encontrarse.
2 ("que") tr. Darse cuenta de cierta cosa: "Halló que la corriente era más rápida en aquel punto". Notar, observar, *percibir, ver.
3 Lo mismo que "encontrar", se emplea este verbo a veces para referirse a la actitud mental de la persona a quien le *parece cierta cosa (lo cual no es exactamente "opinar" o "creer").
4 prnl. Estar en cierto sitio o de cierta manera: "Se hallaban presentes en aquel momento algunos colaboradores. Yo no me hallaba en casa cuando él llegó". *Encontrarse.
5 Estar en un sitio o en ciertas circunstancias con *naturalidad o *comodidad. Más usado en frases negativas: "No me hallo entre gente tan intelectual. No me hallo con este abrigo de color tan claro". Encontrarse.
Hallárselo alguien todo hecho. Resultarle *fáciles las cosas, bien por natural listeza, bien porque otros se las hayan preparado. Encontrárselo todo hecho.
hallar
verbo trans.
1) Encontrar lo que se busca.
2) Dar con una persona, cosa o situación sin buscarla. Se utiliza también como pronominal seguido de las preposiciones con y en.
3) Inventar.
4) Ver, observar, notar.
5) Averiguar.
6) Dar con una tierra o país de que antes no había noticia.
7) Conocer, entender como consecuencia de una reflexión.